βυθιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυθιότητα < βύθος + -ι- + -ότητα < μεσαιωνική ελληνική βύθος < βυθίζω (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική βυθίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.θiˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυθιότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυθιότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)