γάνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάνωμα τα γανώματα
      γενική του γανώματος των γανωμάτων
    αιτιατική το γάνωμα τα γανώματα
     κλητική γάνωμα γανώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάνωμα < γανώ(νω) + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣa.no.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γά‐νω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάνωμα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάνωμα < γανάω ή γανόω

Επίθετο[επεξεργασία]

γάνωμα

  1. γυάλισμα, λάμψη
  2. γυάλισμα, στίλβωμα