γεμιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γεμιστά | ||
γενική | των | γεμιστών | ||
αιτιατική | τα | γεμιστά | ||
κλητική | γεμιστά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γεμιστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεμιστός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεμιστά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (φαγητά) παραδοσιακό ελληνικό λαδερό φαγητό του φούρνου που παρασκευάζεται από ντομάτες και πιπεριές που γεμίζονται με ρύζι (παραλλαγή και με κιμά, κουκουνάρια, σταφίδες) με γαρνιτούρα πατάτες
- (γενικότερα) συνταγές με υλικά (συνήθως λαχανικά) που είναι παραγεμισμένα με άλλο υλικό (συνήθως ρύζι ή κιμά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]άλλα γεμιστά φαγητά
- ιμάμ μπαϊλντί
- κολοκυθάκια γεμιστά
- ντολμάς, ντολμαδάκι
- ρολό
- παπουτσάκια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεμιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γεμιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεμιστό, ουδέτερο του γεμιστός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαγητά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)