γερμανοϊταλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερμανοϊταλικός < γερμανικός + -ο- + ιταλικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γερμανοϊταλικός
- που έχει σχέση με τη Γερμανία και την Ιταλία ή με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερμανοϊταλικός
|