γλυφαδιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυφαδιώτικος < Γλυφαδιώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣli.faˈðʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐φα‐διώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυφαδιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Γλυφάδα ή τους κατοίκους της
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυφαδιώτικος
|