γονατώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γονατώδης, -ης, -ες
- σχετικός με γόνατο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γονατώδης
|
γονατώδης, -ης, -ες
|