γυαλόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
      γενική του γυαλόχαρτου των γυαλόχαρτων
    αιτιατική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
     κλητική γυαλόχαρτο γυαλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυαλόχαρτο < γυαλί + χαρτί
ένα φύλλο γυαλόχαρτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυαλόχαρτο ουδέτερο

  • χαρτί με μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού κολλημένα στη μια του επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το τρίψιμο επιφανειών ώστε να γίνουν λείες

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]