γυαλόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυαλόχαρτο ουδέτερο
- χαρτί με μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού κολλημένα στη μια του επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το τρίψιμο επιφανειών ώστε να γίνουν λείες