γυμνασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνασιακός < γυμνάσιον
Επίθετο[επεξεργασία]
γυμνασιακός
- που αναφέρεται σε ή συσχετίζεται με το γυμνάσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυμνασιακός
|