δίκαιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δίκαιον | τὰ | δίκαια | ||||
γενική | τοῦ | δικαίου | τῶν | δικαίων | ||||
δοτική | τῷ | δικαίῳ | τοῖς | δικαίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | δίκαιον | τὰ | δίκαια | ||||
κλητική ὦ! | δίκαιον | δίκαια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίκαιον < αρχαία ελληνική δίκαιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκαιον ουδέτερο