δασμοβίωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασμοβίωτος η δασμοβίωτη το δασμοβίωτο
      γενική του δασμοβίωτου της δασμοβίωτης του δασμοβίωτου
    αιτιατική τον δασμοβίωτο τη δασμοβίωτη το δασμοβίωτο
     κλητική δασμοβίωτε δασμοβίωτη δασμοβίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασμοβίωτοι οι δασμοβίωτες τα δασμοβίωτα
      γενική των δασμοβίωτων των δασμοβίωτων των δασμοβίωτων
    αιτιατική τους δασμοβίωτους τις δασμοβίωτες τα δασμοβίωτα
     κλητική δασμοβίωτοι δασμοβίωτες δασμοβίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασμοβίωτος < δασμός + -ο- + βιωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

δασμοβίωτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]