δασωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασωμένος η δασωμένη το δασωμένο
      γενική του δασωμένου της δασωμένης του δασωμένου
    αιτιατική τον δασωμένο τη δασωμένη το δασωμένο
     κλητική δασωμένε δασωμένη δασωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασωμένοι οι δασωμένες τα δασωμένα
      γενική των δασωμένων των δασωμένων των δασωμένων
    αιτιατική τους δασωμένους τις δασωμένες τα δασωμένα
     κλητική δασωμένοι δασωμένες δασωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

δασωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δασώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

δασωμένος, -η, -ο

  1. καλυμμένος με δάσος
  2. ιδιαίτερα τριχωτός
    ※  Με πλατύ δασωμένο στήθος, πόδια βαριά, χέρια θραψερὰ καὶ προκοίλια και προγούλια, ἕνας ἄνθρωπος όλος κρέατα. (Ιωάννης Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος, Αιχμάλωτοι: μυθιστορήματα, 1951, σελ. 38)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]