δελφίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δελφίνος | οι | δελφίνοι |
γενική | του | δελφίνου | των | δελφίνων |
αιτιατική | τον | δελφίνο | τους | δελφίνους |
κλητική | δελφίνε | δελφίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δελφίνος < ελληνιστική κοινή δελφῖνος < δελφίν < αρχαία ελληνική δελφίς ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική Dauphin)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δελφίνος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δελφίνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)