δετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δετός | η | δετή | το | δετό |
γενική | του | δετού | της | δετής | του | δετού |
αιτιατική | τον | δετό | τη | δετή | το | δετό |
κλητική | δετέ | δετή | δετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δετοί | οι | δετές | τα | δετά |
γενική | των | δετών | των | δετών | των | δετών |
αιτιατική | τους | δετούς | τις | δετές | τα | δετά |
κλητική | δετοί | δετές | δετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δετός < αρχαία ελληνική δετός < δέω
Επίθετο[επεξεργασία]
δετός
- που χρειάζεται δέσιμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δετός
|