δηλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δηλωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
δηλωτικός -ή -ό
- που έχει την ιδιότητα να δηλώνει, να φανερώνει κάτι για κάποιο θέμα
- αυτή η ενέργεια είναι δηλωτική των προθέσεών του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δηλωτικός