διάνοιξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάνοιξη | οι | διανοίξεις |
γενική | της | διάνοιξης* | των | διανοίξεων |
αιτιατική | τη | διάνοιξη | τις | διανοίξεις |
κλητική | διάνοιξη | διανοίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανοίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάνοιξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάνοι(ξις) (ανοιγ- + -σις > -ση) + -ξη < διανοίγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈa.ni.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐νοι‐ξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάνοιξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διανοίγω
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ανοίγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάνοιξη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)