διαγενεακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διαγενεακός
- που συμβαίνει ανάμεσα στις γενεές (σημερινή, προηγούμενη ή επόμενη) ή τις αφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γενιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαγενεακός
|