διαδικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδικαστικός < διαδικάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
διαδικαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με μια διαδικασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδικαστικός