διακινήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διακινήσιμος
- που μπορεί ή αξίζει να διακινηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακινήσιμος
|