διακλαδωτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακλαδωτήρας < θέμα διακλαδω- (δείτε διακλάδωση) + -τήρ > -τήρας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝa.kla.ðoˈti.ɾas/ & /ði̯a.kla.ðoˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κλα‐δω‐τή‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακλαδωτήρας αρσενικό
- εξάρτημα (σε σχήμα σταυρού, Τ, Χ, γωνίας κ.λπ.) που χρησιμεύει για να σχηματίζονται διακλαδώσεις (σωλήνων, καλωδίων κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακλαδωτήρας
|