διασωματειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασωματειακός η διασωματειακή το διασωματειακό
      γενική του διασωματειακού της διασωματειακής του διασωματειακού
    αιτιατική τον διασωματειακό τη διασωματειακή το διασωματειακό
     κλητική διασωματειακέ διασωματειακή διασωματειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασωματειακοί οι διασωματειακές τα διασωματειακά
      γενική των διασωματειακών των διασωματειακών των διασωματειακών
    αιτιατική τους διασωματειακούς τις διασωματειακές τα διασωματειακά
     κλητική διασωματειακοί διασωματειακές διασωματειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασωματειακός < δια- + σωματειακός

Επίθετο[επεξεργασία]

διασωματειακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]