διασωματειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασωματειακός < δια- + σωματειακός
Επίθετο[επεξεργασία]
διασωματειακός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διασωματειακά
- → δείτε τις λέξεις σωματείο και σώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασωματειακός
|