διοριστήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διοριστήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον διορισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) διοριστήριο: έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διοριστήριος
|