διουρηθρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διουρηθρικός η διουρηθρική το διουρηθρικό
      γενική του διουρηθρικού της διουρηθρικής του διουρηθρικού
    αιτιατική τον διουρηθρικό τη διουρηθρική το διουρηθρικό
     κλητική διουρηθρικέ διουρηθρική διουρηθρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διουρηθρικοί οι διουρηθρικές τα διουρηθρικά
      γενική των διουρηθρικών των διουρηθρικών των διουρηθρικών
    αιτιατική τους διουρηθρικούς τις διουρηθρικές τα διουρηθρικά
     κλητική διουρηθρικοί διουρηθρικές διουρηθρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διουρηθρικός < δι- + ουρήθρα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διουρηθρικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]