διφωσφορυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διφωσφορυλικός < (δις) δι- + φωσφορυλικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
διφωσφορυλικός, -η, -ο (χημεία)
- ο σχετικός με διφωσφορύλιο ή διφωσφορυλίωση
- αυτός που φέρει στο μόριό του δύο φωσφορυλομάδες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διφωσφορυλικός
|