διόπτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δίοπτρα, διοπτρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διόπτρα οι διόπτρες
      γενική της διόπτρας των διοπτρών
    αιτιατική τη διόπτρα τις διόπτρες
     κλητική διόπτρα διόπτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διόπτρα < ελληνιστική κοινή διόπτρα < αρχαία ελληνική δι- + ὁρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lunettes)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διόπτρα θηλυκό

  1. όργανο με ειδικό σύστημα φακών για παρατήρηση μακρινών αντικειμένων
  2. (πληθυντικός) διόπτρες: τα κυάλια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]