δολοφονημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δολοφονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δολοφονώ
Μετοχή[επεξεργασία]
δολοφονημένος, -η, -ο
- που έχει δολοφονηθεί