δομημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δομημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δομώ (Δομημένο ομόλογο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική structured note)
Μετοχή[επεξεργασία]
δομημένος, -η, -ο
- που έχει δομηθεί
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- δομημένο ομόλογο: (οικονομία) χρηματοοικονομικό προϊόν ενός ομολόγου χρέους, το οποίο εμπεριέχει ένα ενσωματωμένο στοιχείο παραγώγου με χαρακτηριστικά που ρυθμίζουν το προφίλ απόδοσης-κινδύνου του χρηματοοικονομικού προϊόντος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δομημένο ομόλογο