δοσομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοσομετρικός < δοσομετρητής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
δοσομετρικός
- που έχει σχέση με δοσομετρητή ή μέτρηση μιας δόσης ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δοσομετρητής, δόση και μετρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοσομετρικός
|