δυστύχημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δυστυχία, ατύχημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυστύχημα τα δυστυχήματα
      γενική του δυστυχήματος των δυστυχημάτων
    αιτιατική το δυστύχημα τα δυστυχήματα
     κλητική δυστύχημα δυστυχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυστύχημα < αρχαία ελληνική δυστύχημα < δυστυχέω / δυστυχῶ < δυσ- + τύχη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυστύχημα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη τύχη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]