δωροδοκημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωροδοκημένος η δωροδοκημένη το δωροδοκημένο
      γενική του δωροδοκημένου της δωροδοκημένης του δωροδοκημένου
    αιτιατική τον δωροδοκημένο τη δωροδοκημένη το δωροδοκημένο
     κλητική δωροδοκημένε δωροδοκημένη δωροδοκημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωροδοκημένοι οι δωροδοκημένες τα δωροδοκημένα
      γενική των δωροδοκημένων των δωροδοκημένων των δωροδοκημένων
    αιτιατική τους δωροδοκημένους τις δωροδοκημένες τα δωροδοκημένα
     κλητική δωροδοκημένοι δωροδοκημένες δωροδοκημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωροδοκημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δωροδοκώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ɾo.ðo.ciˈme.nos/

Μετοχή[επεξεργασία]

δωροδοκημένος -η -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]