εγκαρδιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαρδιωτικός < εγκαρδιώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εγκαρδιωτικός, -ή, -ό
- που εγκαρδιώνει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εγκαρδιωτικά
- → δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκαρδιωτικός
|