ειρηνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειρηνισμός < ειρήν(η) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pacifisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειρηνισμός αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ειρηνιστής
- ειρηνιστικά
- ειρηνιστικός
- ειρηνίστρια
- → δείτε τη λέξη ειρήνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)