εκατόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εκατόχρονος
- που είναι εκατό χρονών
- που έχει διάρκεια εκατό χρόνων
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκατόχρονος
|