εκπεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εκπεσμός | οι | εκπεσμοί |
γενική | του | εκπεσμού | των | εκπεσμών |
αιτιατική | τον | εκπεσμό | τους | εκπεσμούς |
κλητική | εκπεσμέ | εκπεσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπεσμός < εκπίπτω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décadence)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπεσμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπεσμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)