εκτιμητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτιμητής αρσενικό (θηλυκό εκτιμήτρια)
- αυτός που εκτιμά, που προσπαθεί να προσδιορίσει την αξία ενός πράγματος ή τη σημασία μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κ.λπ.
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που εκτιμά την αξία αντικειμένων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκτιμητικός
- → δείτε τις λέξεις εκτιμώ και τιμώ