εκτιμητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτιμητής οι εκτιμητές
      γενική του εκτιμητή των εκτιμητών
    αιτιατική τον εκτιμητή τους εκτιμητές
     κλητική εκτιμητή εκτιμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτιμητής < εκτιμώ + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκτιμητής αρσενικό (θηλυκό εκτιμήτρια)

  1. αυτός που εκτιμά, που προσπαθεί να προσδιορίσει την αξία ενός πράγματος ή τη σημασία μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κ.λπ.
  2. (επάγγελμα) επαγγελματίας που εκτιμά την αξία αντικειμένων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]