ελαφράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαφράδα οι ελαφράδες
      γενική της ελαφράδας των ελαφράδων
    αιτιατική την ελαφράδα τις ελαφράδες
     κλητική ελαφράδα ελαφράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαφράδα < ελαφρός + -άδα < αρχαία ελληνική ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.laˈfɾa.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελαφράδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]