ελαφρόμυαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρόμυαλος η ελαφρόμυαλη το ελαφρόμυαλο
      γενική του ελαφρόμυαλου της ελαφρόμυαλης του ελαφρόμυαλου
    αιτιατική τον ελαφρόμυαλο την ελαφρόμυαλη το ελαφρόμυαλο
     κλητική ελαφρόμυαλε ελαφρόμυαλη ελαφρόμυαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρόμυαλοι οι ελαφρόμυαλες τα ελαφρόμυαλα
      γενική των ελαφρόμυαλων των ελαφρόμυαλων των ελαφρόμυαλων
    αιτιατική τους ελαφρόμυαλους τις ελαφρόμυαλες τα ελαφρόμυαλα
     κλητική ελαφρόμυαλοι ελαφρόμυαλες ελαφρόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαφρόμυαλος < ελαφρύ + μυαλό

Επίθετο[επεξεργασία]

ελαφρόμυαλος,η,ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]