ελπιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελπιστικός < αρχαία ελληνική ἐλπιστικός < ἐλπίζω < ἐλπίς
Επίθετο[επεξεργασία]
ελπιστικός
- που ελπίζει, που δημιουργεί ελπίδες ή προσδοκίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελπιστικός
|