εναντιοτροπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εναντιοτροπία οι εναντιοτροπίες
      γενική της εναντιοτροπίας των εναντιοτροπιών
    αιτιατική την εναντιοτροπία τις εναντιοτροπίες
     κλητική εναντιοτροπία εναντιοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναντιοτροπία < ελληνιστική κοινή ἐναντιοτροπία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εναντιοτροπία θηλυκό

  1. (λόγιο) αντίθεση, αντίφαση, εναντιότητα
  2. (φυσική) η ιδιότητα δύο ή περισσότερων ουσιών που παρουσιάζουν αντιθέσεις σε διάφορες παραμέτρους τους (θερμοκρασία, πίεση κ.λπ.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]