ενδοηπατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοηπατικός
- που βρίσκεται, συμβαίνει ή αναπτύσσεται μέσα στο ήπαρ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοηπατικός