ενδοκαρδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοκαρδιακός -ή -ό
- που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα στη καρδιά
- που σχετίζεται με το ενδοκάρδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοκαρδιακός