ενδόσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδόσιμος < αρχαία ελληνική ἐνδόσιμος < ἐνδίδωμι < δίδωμι
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδόσιμος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδόσιμος
|