εννεαψήφιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννεαψήφιος η εννεαψήφια το εννεαψήφιο
      γενική του εννεαψήφιου της εννεαψήφιας του εννεαψήφιου
    αιτιατική τον εννεαψήφιο την εννεαψήφια το εννεαψήφιο
     κλητική εννεαψήφιε εννεαψήφια εννεαψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννεαψήφιοι οι εννεαψήφιες τα εννεαψήφια
      γενική των εννεαψήφιων των εννεαψήφιων των εννεαψήφιων
    αιτιατική τους εννεαψήφιους τις εννεαψήφιες τα εννεαψήφια
     κλητική εννεαψήφιοι εννεαψήφιες εννεαψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εννεαψήφιος < εννια- + -ψήφιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ne.aˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /e.ne.aˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /e.ne.aˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

εννεαψήφιος, -α, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]