ενοίκηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοίκηση οι ενοικήσεις
      γενική της ενοίκησης* των ενοικήσεων
    αιτιατική την ενοίκηση τις ενοικήσεις
     κλητική ενοίκηση ενοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενοίκηση < ελληνιστική κοινή ἐνοίκησις < αρχαία ελληνική ἐνοικέω / ἐνοικῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενοίκηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]