εντροπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εντροπικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, (φυσική)
- που διακατέχεται από εντροπία, που εντροπίζεται
- ενεργειακά-δομικά-θεμελιωδώς διαχεόμενος-διασκορπιζόμενος
- Στην πολιτική δρουν εντροπικές δυνάμεις, που κατακερματίζουν τον λαό, και τον αλλοιώνουν ηθικά και πολιτισμικά!