εξαγνιστήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγνιστήριος η εξαγνιστήρια το εξαγνιστήριο
      γενική του εξαγνιστήριου της εξαγνιστήριας του εξαγνιστήριου
    αιτιατική τον εξαγνιστήριο την εξαγνιστήρια το εξαγνιστήριο
     κλητική εξαγνιστήριε εξαγνιστήρια εξαγνιστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγνιστήριοι οι εξαγνιστήριες τα εξαγνιστήρια
      γενική των εξαγνιστήριων των εξαγνιστήριων των εξαγνιστήριων
    αιτιατική τους εξαγνιστήριους τις εξαγνιστήριες τα εξαγνιστήρια
     κλητική εξαγνιστήριοι εξαγνιστήριες εξαγνιστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαγνιστήριος < εξαγνίζω + -τήριος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξαγνιστήριος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]