εξερευνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξερευνητικός < ελληνιστική κοινή ἐξερευνητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξερευνητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εξερεύνηση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ εξερευνητική αποστολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξερευνητικός
|