εξουδετερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξουδετερωτικός < εξουδετέρω(ση) + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.te.ɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξου‐δε‐τε‐ρω‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξουδετερωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξουδετέρωση
- αντισταθμιστικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξουδετερωτικός