εξπρεσιονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξπρεσιονιστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική expressionniste[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξπρεσιονιστικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον εξπρεσιονισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξπρεσιονιστικός
- ↑ εξπρεσιονιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας