εξτρεμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξτρεμιστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική extrémiste[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξτρεμιστικός, -ή, -ό
- ο οπαδός ακραίων ιδεών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ εξτρεμιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας