εξωραϊστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωραϊστικός < εξωραΐζ(ω) + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωραϊστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωραϊστικός
|